Ἰουδαίζει

Ἰουδαίζει
Ἰουδαίζω
pres ind mp 2nd sg
Ἰουδαίζω
pres ind act 3rd sg
Ἰουδαΐζει , Ἰουδαίζω
pres ind mp 2nd sg
Ἰουδαΐζει , Ἰουδαίζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιουδαϊστής — ο (Α ἰουδαϊστής) [ιουδαΐζω] αυτός που ιουδαΐζει, που είναι οπαδός τής ιουδαϊκής θρησκείας …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ιουδαΐζει, ο οπαδός της ιουδαϊκής θρησκείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”